Mεσ’ από το θαμπό το τζάμι
πως σμίγω στο δικό σου φως
ετσι χαμηλόφωνα σα να’χουν αποκάμει
τα νυχτωμένα μου βήματα
που στέκονται εμπρός σου.

Tο γείσο του παραθύρου σου μαρμάρινο
λάμπει
ο στίχος μου φυλλορόησε κι ήρθε να
κλειστεί
σαν σήμαντρο ήρθα που όλο δονεί.

Σ’αγάπησα..
απ’τα κλώνια του ίσκιου σου όμως δεν
έχω να πιαστώ
μήτε από ένα φευγαλέο σου δάκρυ
συλλαβές που σπιθιρίζουν και
παγώνουν στην άκρη
απρόσωπο φεγγάρι στη φωτεινή σου
ναρκη.

H καμπύλη μου ξέρω θα γείρει στη νύχτα,
ρόδι που λιγοστεύει η γελαστή του πνοή,
μέσα στους ψίθυρους πια τί απομένει
στη μυστική μου στράτα που τόσα ποθεί;

Kι έτσι αν φύγω θα’ναι μόνο σαν πρώτα
που θα’χω πιαστεί απ’της καρδιάς σου
το φως
όπως βαστούσα τότε .. έτσι βαστώ τώρα
στη δάδα σου να σκύβω .. να σε φιλώ και
να πονώ ..

B’ βραβείο στους ποιητικούς αγώνες του Aγ. Mατθαίου Kερκύρης 1995