
Κάτω από τ’ αγιόκλημα ξέκλεψα λίγη από την σκοτεινή σου εικόνα. Είχες τις ρυτίδες του προσώπου ποτάμια που ξεχείλιζαν ιδρώτα κι έρωτα, σαν τον Διόνυσο τον ίδιο, με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μεθυστικά σου μάτια..
Η μορφή σου είχε κάτι το μυσταγωγικό, πράγματι παράξενο, μα με ιδιοτροπία κανέναν ως τώρα δεν είχες αφήσει να το ανακαλύψει.
Προκαλούσες.. αλήθεια προκαλούσες..
Στη γωνιά του δρόμου, στη κατηφοριά, κρύφτηκα πίσω από τα σχίνα και τα λιγούστρα για να δω με ηρεμία τη πράα μορφή σου, καθώς θα βημάτιζες προς το άγνωστο..
Το βήμα σου ήταν σταθερό, χωρίς να κόψεις ταχύτητα. Δεν είχες καταλάβει στο ελάχιστο τα μάτια που σε ατένιζαν.
Μου άρεσες..Το ήξερ..
Μου άρεσε επικίνδυνα αυτό που ξανοιγόταν μπροστά στο βλέμμα μου, κι εκείνο το θνητό κορμί μου αντιδρούσε θελκτικά. Το στήθος είχε ορθωθεί μέσα στην αραχνοΰφαντη μπλούζα μου..
Το σύρσιμο των φύλλων πάνω στη ράχη του ανέμου έκανε το τοπίο ονειρικό, του κορμιού μου τη θέληση ανίσχυρη να κοπάσει στα προστάγματα του νου. Αν ο φόβος δεν μ’ είχε με χέρια δεμένα, θα ερχόμουν, σου ορκίζομαι, θα ερχόμουν στα πόδια σου μπροστά γονατιστή να ζητήσω το έλεος της αγάπης σου.
Μόλις στα πρώτα μετεφηβικά μου χρόνια, παράδοξα ως τότε πρώτη φορά ερωτευμένη, να χτυπάει η καρδιά μου δυνατά στη θέα της σκέψης σου και μόνο..
Και να σε θέλω, να σε θέλει αλήθεια το κορμί μου όλο και να σε ζητά..
Να ικετεύω ο Θεός μου να μου πάρει τη ζωή αν και σήμερα δεν μου δινόσουν εκεί, στο ψηλό βουνό με τα έλατα και τα αλλόκοσμα τοπία..
Έπρεπε να πιει η ανάσα μου κουράγιο και να σου το πω. Να πάρω τη δύναμη στα πόδια και να τρέξω να σε προλάβω, πριν φύγεις, πριν χαθείς στην άκρη του δρόμου όλου από τα μάτια μου.
Μόνο παιδί. Είκοσι δύο χρόνια παιδί μέσα στο σώμα μου κι όλα τα χρόνια φώναζαν πως σε θέλουν..
Ανάγκη να μου έχεις γίνει σαν τον αέρα που αναπνέω
Στάσου!
Γύρισες! Γύρισες να κοιτάξεις, και τα μεγάλα σου μάτια που αγάπησα ορειβατούσαν πάνω στους λόφους του κορμιού μου του διψασμένου. Τα πόδια μου έτρεμαν μα..
Στάσου!
Μονάχα να σου πω πως σ’ αγαπώ, πριν χαθείς στην άκρη του δρόμου..
Κι έπειτα ας μου πάρει ο Θεός μου την ζωή από τα χείλη..
Κι άνθισαν τα είκοσι δύο παιδικά χρόνια στο φιλί σου..
|

|