Στα Γκριζοπράσινα Βασίλεια του Βορρά

ποιός θα το περίμενε;
όμως το πρόσωππο που εξαγνίζεται με όνειρα
και βασανίζεται απ΄την πραγματικότητα
ξεχωρίζει από το πλήθος των νεκρών
γιατί οι ρυτίδες έχουν χαρακτεί με τέχνη
από γλύπτες που διακοσμούν την κόλαση που μας περιβάλλει

το βλέμμα διαπερνά υλικές ωντότητες
μεταβαίνει σε παράλληλους κόσμους
και σε αναμνήσεις άγνωστες...αρχαίες
χορεύοντας στο σκοτάδι το κορμί βρίσκει τον κόσμο που αναζητούσε
ήχοι...ανεμιγμένοι με εικόνες και σκέψεις
χτίζουν το σήμερα, το αύριο, το χθές

ο θησαυρός του πάντοτε είναι τα δάκρυα
δίδυμα με τα κρύσταλλα και την ενέργεια που περικλείουν
μερικοί αγωνίζονται να τον αποκτήσουν
άλλοι πάλι τον αγνοούν
πές μου όμως γιατί;
ήτανε απλά από άγνοια ή πεπρωμένο;

γιατί πλέεις σε μιά θάλασσα άγνωστη και επικίνδυνη
σε κόσμους με τα χρώματα του φθινοπωρινού ουρανού;
άφησες πίσω σου ομορφιά και γαλήνη
επιλογή καταδίκης
μέσα από υγρά δάση και ρεματιές
πήγες και κρύφτηκες σε κάτι σαπισμένες στοές

σαν νεκρός ακολουθείς τους βασανισμένους
σαν βασανισμένος συμπαραστέκεσαι στους νεκρούς
μα και σαν νεκρό σε προσπερνούν οι ανθρώποι
αβοήθητος...ανέκφραστος
χωρίς φώς...χωρίς θέληση
θέληση;

όση κι αν έχεις θα την καταπιείς
όπως ο Κρόνος τα παιδιά του...
χωρίς ενδοιασμούς...
καθησμένος μακριά από τις επιθυμίες...απομονωμένος
έρχεται η ώρα που βλέπεις πως ό,τι αυτά που ζητούσες ήταν ψεύτικα
όπως ψεύτικα είναι και τα συναισθήματα

λύπη για τους βασανισμένους
μιζέρια για τους τυφλούς
ικανοποίηση για τους νεκρούς
...
έλα κοντά μου
και νοιώσε το ψύχος της πολωμένης καρδιάς μου
ταξίδια που κάνει το μυαλό δεν έχουν ποτέ τέλος
η εκκίνηση έγινε από σκοτεινά σαν το Χάος πηγάδια
όλοι σκαρφάλωναν προς το στόμα...το φώς
εγώ όμως βούτηξα στα βαθειά τους νερά
και κολύμπησα μέχρι που η αναπνοή μου σώθηκε
ξύπνησα ιδρωμένος σ'ένα δωμάτιο άδειο
χωρίς παράθυρα...χωρίς πόρτες
απομόνωση...έπρεπε να βγώ έξω
έκλεισα τα μάτια μου και ονειρεύτηκα το χέρι που θα με τραβήξει έξω
και θα με δροσίσει με νέκταρ
θεραπεία θα βρεί για τις πληγές της ψυχής μου
και θα λιώσει τ'αγκάθια που αιμοραγούν την καρδιά μου

μόνο στον κόσμο που δεν υπάρχει βρίσκεται η ελευθερία
το χρυσό κλουβί που ζείς σου θρέφει τις επιθυμίες
μηχανοποιημένα ένστικτα σου κρύβουν τους φόβους
και τα ανδροειδή γυρεύουν να ρίξουν δηλητήριο στο κρασί σου...
πότε θα τελειώσει αυτός ο εφιάλτης;
μακάρι να ζήσω για να δώ το τέλος!

(London, 29/02/2000)