Μοίρα

πώς να φτάσεις στον καταράκτη του πάντοτε;
αγκάθια σκίζουν τις φλέβες σου
και το νερό κοκκινίζει
το μοναδικό μονοπάτι σκεπασμένο με χιόνι
και οι σύντροφοί σου διάφανα εικονίδια

οι πράξεις σου ξυπνούνε τους δαίμονες
σε κυνηγάνε ώς υπαίτιο της μιζέριας τους
όσο σιώπαινες δε σε βλέπανε
γύρισες και ψιθύρισες μία φράση
και ορδές ολόκληρες εξαπολύθηκαν εναντίον σου

ένας πόνος που χάνεται νύχτα με τη νύχτα
μελανιασμένα μάτια ξεπλυμένα με σκέψεις
ανασφάλεια στην αγκαλιά του θανάτου
και οι δρόμοι...
όλοι μοιάζουνε ίδιοι

η μνήμη λιγοστεύει
σαν μίτος μέσα στον λαβύρινθο ενός συννεφιασμένου μυαλού
μοναδικός σύντροφος είναι πιά ο εαυτός σου
μιλάς μόνο με το είδωλό σου
δεν έμαθες ακόμη ποιός είσαι;

ο βασιλιάς των τρελών
σαπίζεις κάτω από μιά μαρμάρινη πλάκα σφραγισμένη με ασήμι
ο γελωτοποιός των ανόητων
σκορπίζεσαι στον άνεμο μαζί με τη σκόνη της καταραμένης ψυχής σου
αυτή είναι η μοίρα της φτωχής ζωής σου...
...

(London, 05/02/2000)