cenotaph: στον Πάνο
    Κοίτα τώρα... Δεν βρίσκω λόγια να αποτυπώσω στο χαρτί κάτι τόσο σημαντικό, κάτι που το περίμενα μήνες τώρα. Αυτό το κάτι που μήνες τώρα κλωθογύριζε μέσα μου και ευχόταν να γίνει ζωή, να γίνει λέξεις, αισθήματα, ματιές στο άπειρο και στο τώρα. Αυτό το κάτι που μήνες τώρα ήταν μόνο πλάσμα της φαντασίας μου και της ανάγκης μου για έμπνευση, για λίγη συντροφικότητα και ελπίδα.
    Όσα δεν φέρνει ο χρόνος όμως, τα φέρνει η στιγμή. Όταν κάτι το θέλεις τόσο πολύ, δεν μπορεί παρά να συμβεί. Κοιτάω τώρα τις γραμμές που μόλις έγραψα και συνειδητοποιώ πόσο κλισέ και τετριμμένες πρέπει να φαντάζουν στα μάτια όλων, μέχρι και στα δικά μου. Πόσοι και πόσοι δεν έχουν ξεστομίσει τέτοια δίστιχα και πόσο κενά και χωρίς κανένα βάρος πρέπει να ακούγονται πια στα κουρασμένα αυτιά όλων αυτών που ρουφάνε με περίσσια λαχτάρα τα λόγια των μεγάλων ανθρώπων, ελπίζοντας πως μέσα τους θα ανακαλύψουν το νόημα της ζωής, την πορεία της δικής τους μοίρας. Και όμως, ακόμα και για μια σκεπτικίστρια σαν και μένα, η ζωή έχει στροφές και απρόσμενα συμπεράσματα. Σε χλευάζει και σε βγάζει λάθος κάθε που καυχιέσαι, πότε φανερά και πότε κρυφά, πως την γνωρίζεις, την κατέχεις και την ορίζεις απόλυτα. Έτσι και εγώ. Κάπως έτσι τραγική είναι και η δικιά μου ιστορία. Τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία μου, και τόσο τεράστια η σιγουριά μου πως οι ανάγκες μου είναι ουτοπικές, πως υπάρχουν μόνο μέσα στο μυαλό μου και μέσα στην αχαλίνωτη φαντασία μου, που η ζωή αποφάσισε να με βγάλει λάθος.
    Σαν το ανίδεο κοριτσάκι πιάστηκα στην φάκα σου, ζωή. Σαν τον παλιάτσο με χλεύασες, με έπαιξες στα δάκτυλα σου και με πέρασες από τα χίλια στρωματά σου, χωρίς να μου δώσεις ούτε ένα λεπτό ανάπαυσης να αναπολήσω ή έστω να συνειδητοποιήσω τον απόλυτο σαρκασμό σου προς τις μεγάλες μου κουβέντες και την υπέρμετρη σιγουριά μου. Από τα χίλια στρωματά με πέρασες και με έβαλες να αψηφήσω συνέπειες, να κάνω πράγματα και να πω λόγια που ήμουν σίγουρη πως ποτέ δεν θα έκανα ή θα έλεγα. Σαν το ατίθασο παιδάκι με χαλιναγώγησες σε σκέψεις και λόγια που νόμιζα πως έχω την πείρα πια να αποφεύγω, να αποσιωπώ και να αγνοώ. Σε μια στιγμή, η καλύτερα να πω σε μια μάτια... αναίρεσα τα πάντα. Από το πουθενά ήρθαν τα λόγια σου και με ξύπνησαν, με ταρακούνησαν, με έριξαν στο χώμα, ταράζοντας την αξιοθρήνητη ισορροπία μου.
    Σε είδα ένα δροσερό βράδυ σε κάποιο τσιπουράδικο στην παραλία της πόλης που μήνες τώρα τρέφει την θλίψη μου. Ήξερα πως θα σε βρω εκεί, μα δεν ήξερα ποιος είσαι και τι έχεις να πεις. Κάθισα στο ίδιο μακρόστενο τραπέζι μαζί σου, μας χώριζαν πρόσωπα γνωστά και άγνωστα, κομμάτια ζωών διαφορετικών που τα ένωσε φευγαλέα η μοίρα στην παραζάλη της. Σε κοίταξα κάποιες στιγμές εκείνο το δροσερό βραδάκι στην άκρη της θάλασσας, το θυμάμαι καθαρά, σε κοίταξα μα δεν σε είδα. Δεν σε θυμάμαι, μου είπες φευγαλέα το όνομα σου, μα δεν σε θυμάμαι καθόλου. Χαμένη στην παραζάλη του μικροαστικού τοπίου, των μικροαστικών ανησυχιών και αισθημάτων, σε ξέχασα την ίδια στιγμή που μου συστήθηκες, αν και σε είχα απέναντι μου όλο το βράδυ. Η ψυχή μου πάτωνε ώρα με την ώρα σε εκείνο το ουζερί, έπαιρνε ζωή η καβουρόψυχα στο πιάτο μου και οι δαγκάνες της μου σφίγκανε την ψυχή. Έπαιρνε ζωή το τσίπουρο στο ποτήρι μου και έκαιγε τον λαιμό μου, δηλητηρίαζε το αίμα μου. Η απελπισία και η απόγνωση με τύλιγαν ώρα με την ώρα. Τα μάτια μου πέρναγαν από πάνω σου και σταματούσαν πάντα δίπλα σου, πίσω σου, διαγωνίως. Ποτέ πάνω σου. Τόση ήταν η απελπισία μου για τις εικόνες γύρω σου, μα δεν έπαψα να χαμογελώ όλο το βράδυ. Ένα χαμόγελο ψυχρό, κρύο σαν τον θάνατο, από αυτά που φορούν όλοι οι απελπισμένοι, μα μαθημένοι να το κρύβουν καλά.
    Πόσο κράτησε αυτή η παραζάλη! Πόσο όλο και πιο ψεύτικο πρέπει να φάνταζε το χαμόγελο μου εκείνο το βράδυ κοντά στη θάλασσα, σε εκείνο το άδειο από ελπίδα και ξενοιασιά τσιπουράδικο! Και μέσα σ' αυτόν τον πανικό της απόλυτης σιωπής, της απόλυτης απόγνωσης της ψυχής, μου με φώναξες με το όνομα μου. Σαν να βγήκα από όνειρο σε κοίταξα με μάτια απορημένα. Τόση ήταν η απορία μου που σε άκουσα να λες το όνομα μου, που για λίγο το μικροαστικό τοπίο γέμισε ζωή, γέμισε κουβέντες και χαρούμενες φωνές, γέμισε κόσμο. Και μου μιλούσες με φωνή σταθερή, μπάσα και ταξιδιάρα. Με φώναξες με τρόπο που θα ορκιζόμουν ότι με ήξερες για χρόνια. Μα φώναξες και ένιωσα πως μπορείς να δεις μέσα μου. Σε κοιτούσα σχεδόν προσβεβλημένη. Έβραζα από θυμό γιατί πριν λίγο θα έπαιρνα όρκο πως δεν ήσουν εκεί, γιατί πριν λίγο, θα έπαιρνα όρκο, το μέρος αυτό ήταν άδειο και σιωπηλό. Σε κοιτούσα να μιλάς και το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν: "Ξέρει το όνομα μου, ξέρει τι σκέφτομαι, το ξέρει, το βλέπω ότι το ξέρει, μα δεν τον θυμάμαι". Και όντως, δεν θυμάμαι τι μου είπες εκείνο το βράδυ και ίσως και να μην μου είπες τίποτα, μπορεί όλα αυτά να είναι παιχνίδια της φαντασίας μου, παιχνίδια της μνήμης μου, που τώρα, στο φως της ανάγκης μου να σε κρατήσω ζωντανό μέσα μου, μεγαλουργεί.
    Και πέρασε το βράδυ. Έσβησαν τα φώτα και ήρθε η αυγή, να φωτίσει την θάλασσα και να με ξαναστείλει πίσω στην μικροαστική μου απελπισία, να με ξαναδώσει στα βάθη του μυαλού μου. Μέσα εκεί που ανενόχλητη στήνω κάστρα για την σκέψη μου, δίνω σάρκα και οστά στους έρωτες μου. Μέσα εκεί όπου χλεύαζα μέχρι χθες την ζωή για το πόσο προβλέψιμη μου φάνταζε. Δεν σε ξαναείδα για μέρες. Κάποιος είπε πως έφυγες, έτσι βιάστηκα, όπως ήρθες. Δεν θυμάμαι ποιος το είπε, δεν θυμάμαι πότε και γιατί. Μέχρι χθες, ήμουν σίγουρη πως δεν θυμόμουν ούτε καν το ποιος είσαι. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι με φώναξες με το όνομα μου, σαν να με ήξερες χρόνια.
    Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Άκουσε με καλέ μου αναγνώστη, σου μιλά κάποια που το σκοτάδι που φωλιάζει στην ψυχή της την κρατά καλά φυλακισμένη στο τώρα και το πριν. Τόσο καλά που καμιά παρηγοριά δεν αλαφρώνει την ψυχή της, κανένας χαρούμενος ήχος δεν ξεγελά το μυαλό της χωρίς να το επιτρέπει και η ίδια. Άκουσε με, και πίστεψε το, τα κλισέ είναι αλήθειες εξακριβωμένες. Ίσως τόσο μεγάλες αλήθειες είναι που θα έπρεπε να τις κρατάμε καλά σφαλισμένες μέσα μας και να μην τις βάζουμε ποτέ σε λέξεις.
    Όταν ξεκίνησα εκείνη την Πέμπτη για το κέντρο νέων, με τυραννούσε η ζεστή. Ο ήλιος έκαιγε το δέρμα μου και ο ιδρώτας μουτζούρωνε το καλυμμένο με καλλυντικά πρόσωπο μου. Με είχε φάει η αγωνιά. Έφτασα στην αρχή της σκάλας. Άκουγα δυο ορόφους πιο πάνω το χαρούμενο βουητό του πλήθους, τα ποδοβολητά και την μουσική να τσιρίζει στα ηχεία. Λιγοψύχησα. Είπα να κάνω μεταβολή και να αρχίσω να τρέχω προς τα έξω, μα μάζεψα όλη μου την αυτοπεποίθηση και ανέβηκα τις σκάλες. Τα μάτια χιλιάδων ατόμων καρφώθηκαν πάνω μου. Προχώρησα καμαρωτή, ψάχνοντας συγχρόνως, με βλέμμα αγχωμένο, ένα και μοναδικό γνώριμο πρόσωπο για να αναγαλλιάσει η ψυχή μου στην θαλπωρή του. Το βρήκα να με περιμένει μπροστά στα μεγάλα κάδρα της έκθεσης. Χαμογέλασα με ανακούφιση, το πλησίασα. Κάπου εκεί στεκόσουν και εσύ, νομίζω πως σε είδα, μα δεν θυμάμαι. Ο ίδιος πανικός, οι ίδιες σκέψεις, η ίδια αγωνιά και απελπισία πάλι, σαν εκείνο το βράδυ στο τσιπουράδικο, μόνο που αυτή την φορά, η ζεστή με έπιανε από τον λαιμό και μου έκοβε τον αέρα. Θυμάμαι πως κάποια στιγμή στάθηκα δίπλα σου. Κάτι έλεγες, σε κάποιον μιλούσες, δεν άκουσα. Σου είπα κάτι. Μου απάντησες. Τόση ήταν η ζεστή εκεί μέσα, τόσα πολλά τα φώτα και η βοή από τον κόσμο, τόση η αγωνιά μου για το αν θα χαλάσει το μέηκ απ μου που δεν θυμάμαι τι μου είπες. Απλά χαμογελούσα, έλεγα κουβέντες και δεν σε κοιτούσα καν, ήσουν μπροστά μου, δίπλα μου και δεν σε έβλεπα. Τι ώρα είναι; Ποιοι είναι όλοι αυτοί, ποιος μου μιλάει; Και τότε με φώναξες με το όνομα μου. Αυτή τη φορά κοκάλωσα. Καρφώθηκε το βλέμμα μου στο δικό σου. Στην αρχή σαστισμένο, στην πορεία γεμάτο καχυποψία. Άδειασε ο χώρος. Σταμάτησε η μουσική. Συνέχισες να μου μιλάς, μα δεν είχε ήχο η φωνή σου. Σε κοιτούσα στα μάτια, μα το μυαλό μου δεν αναρωτήθηκε λεπτό γιατί δεν βγαίνει ήχος από τα δυο σου χείλια. Σε κοιτούσα να μιλάς και με κάθε κίνηση των χειλιών σου, το μυαλό μου σκοτείνιαζε όλο και πιο πολύ. Που το ξέρεις το όνομα μου; Ποιος είσαι; Γιατί μου μιλάς λες και με ξέρεις χρόνια; Που το ξέρεις το όνομα μου; Που; Ξεχάστηκαν οι ερωτήσεις. Δεν θυμάμαι τίποτα. Τίποτα δεν μου έμεινε και αυτό το βράδυ στο μυαλό, δεν θυμάμαι τι μου είπες και δεν έψαξα να μάθω τι εννοούσες. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι με φώναξες με το όνομα μου, και ήμουν σίγουρη πια πως με ήξερες χρόνια.
    Μονόπρακτα της συμφοράς και τις καθημερινότητας η κάθε μας συνάντηση. Κουβέντες τετριμμένες με μια δόση υπερβολής. Μιας υπερβολής τόσο γνώριμης στα αυτιά μου. Κουβέντες σκορπισμένες, αρκετές για να κρατήσουν μια τυχαία και προσωρινή γνωριμία κάτι λίγο πιο πάνω από το όριο του τυπικού και της βαρεμάρας. Έπαιζα το παιχνίδι, χαμογελούσα χωρίς να διασκεδάζω. Μιλούσα χωρίς να σκέφτομαι. Απαντούσα χωρίς να ακούω ούτε μια λέξη από όσα έλεγες. Και εγώ θύμα των εντυπώσεων και της ανάγκης ή μάλλον της θεωρίας όπως μου είπες, θυμάσαι; Του να λες τα πάντα για την ζωή σου σε κάποιον που γνωρίζεις τυχαία και ξέρεις πως δεν θα ξαναδείς ποτέ. Πως να το ήξερα αλήθεια ότι είχες δίκιο; Που να φανταστώ ότι θα μου έλειπε κάποια στιγμή η παρουσία σου;
    Την τρίτη φορά που με φώναξες με το όνομα μου ήμασταν μόνοι μας. Έλειπαν οι ήχοι από γύρω μας, ο κόσμος άφαντος, λες και συνωμότησες μαζί τους. Το δωμάτιο είχε ηχομόνωση και ο ήχος της φωνής σου γέμισε τον αέρα. Με έπιασε πανικός, δεν μπορούσα να σε αποφύγω αυτή την φορά. Γύρισα το βλέμμα μου αργά και σε κοίταξα. Πάγωσε το χαμόγελο στα χείλια μου θυμάμαι. Με κοιτούσες σαν να ήξερες τον φόβο μου, λες και τον μύρισες στον αέρα. Με κοιτούσες λες και ήξερες τι είχα να σου πω, πριν καλά σου πω το οτιδήποτε. Πήγα να αμυνθώ θυμάμαι, μα αλλά σκεφτόμουνα και αλλά σου έλεγα. Σαν υπνωτισμένη έβγαζα άναρθρους ήχους ως απάντηση στα χιλιάδες ερωτήματά σου. Και όσο σε κοιτούσα, προσπαθώντας να ανακαλύψω για ποιο λόγο ρωτάς όσα ρωτάς, για ποιο λόγο υπάρχεις και αναπνέεις, εσύ όλο και πιο πολύ ξεδιπλωνόσουν με απίστευτη ευκολία, κρύβοντας τις απαντήσεις που αναζητούσα με το βλέμμα μου. Ξεγλιστρούσες με ευκολία και όλες τις κρυφές μου απορίες τις έκανες λέξεις και τις γυρνούσες εναντίον μου. Τις έκανες δικές σου ερωτήσεις. Χαμήλωνες όλο και πιο πολύ την φωνή σου, σε σημείο που πίστεψα πως την ακούω μόνο εγώ. Ούτε θυμάμαι πόση ώρα πέρασε, ούτε θυμάμαι πόσος κόσμος μπήκε και βγήκε σε εκείνο το δωμάτιο, το μόνο που θυμάμαι είναι η ανάγκη μου, η προθυμία μου να απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις σου και η ελπίδα μου πως θα με ρωτήσεις άλλες τόσες. Και όταν είχες πια την απόλυτη προσοχή μου, όταν ήσουν σίγουρος πια ότι οι λέξεις σου έπεφταν σαν βαρίδια στην ψυχή μου, σήκωσες αργά το βλέμμα προς τον κόσμο τριγύρω, σηκώθηκες αποφασιστικά από την καρεκλά σου και χάθηκες στο βάθος του δωματίου.
    Έμεινα να σε ακολουθώ με τα μάτια μου. Φούντωνε μέσα μου ο θυμός μα συγχρόνως και η ανάγκη μου να τρέξω πίσω σου. μόνο το συναίσθημα θα μπορούσε να υπερνικήσει μια τόσο δυνατή λογική σαν την δική μου. Μόνο το συναίσθημα θα μπορούσε να με κάνει να ξεχάσω την υποκρισία μου, που τέσσερα χρόνια τώρα την έχω αναγάγει σε τέχνη. Σε κοιτούσα να μιλάς και να απομακρύνεσαι και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν "που τα ξέρει όλα αυτά για μένα; Πως ξέρει τι ακριβώς με πονά και το έβαλε σε λέξεις;"
    Για τρεις μέρες και τρεις νύχτες έχασα τον ύπνο μου. Σε ακολούθησα βήμα προς βήμα, ζητιανεύοντας σιωπηλά μια σου κουβέντα. Κάθε που νύχτωνε και κόπαζε η βοή του πλήθους γύρω μας, μου έκλεινες το μάτι με νόημα, με τραβούσες παραπέρα και με ρωτούσες για το πως, τα πότε και τα γιατί της άθλιας ζωής μου. Και εγώ ξεκινούσα να μιλάω χωρίς να μπορώ να σταματήσω, χωρίς να ορίζω τα λόγια και τα νοήματα μου ξερνούσε η ψυχή μου, χωρίς πολλές φορές να αναγνωρίζω πως αυτό που αντηχούσε στα αυτιά μου ήταν ο ήχος της φωνής μου. Μα όταν το συνειδητοποιούσα σταματούσα τρομαγμένη. Με τύλιγε η σιωπή και η αγωνιά. Φούντωναν μέσα μου όλο και πιο μεγάλα τα ερωτηματικά... Που ήταν κρυμμένα όλα αυτά; Πως και τα ξέρει, πριν του τα πω; Γιατί με φωνάζει με το όνομα μου, λες και με ξέρει χρόνια; Γιατί; Και κάθε που με τύλιγε η σιωπή, εσύ χαμογελούσες. Χαμογελούσες και με ευχαριστούσες για την διήγηση. Και τότε ήταν που φούντωνε όλο και πιο πολύ ο θυμός μέσα μου. Με εξόργιζε η άνεση με την οποία μπαινόβγαινες μέσα στα άδυτα της ψυχής μου. Η άνεση με την οποία εξοστράκιζες από μέσα μου τις ουτοπίες και τις αντικαταστούσες με εικόνες ζωντανές, βγαλμένες από την γήινη πραγματικότητα. Με εξόργιζε η ευκολία με την οποία γκρέμιζες κάθε βράδυ την λογική μου, στο βωμό του συναισθήματος. Με εξόργιζε όμως πιο πολύ η άνεση με την οποία έλεγες το όνομα μου, λες και με ήξερες από χρόνια.
    Τέλεψαν οι μέρες και οι νύχτες. Το μόνο που έμεινε να τις θυμίζει τώρα πια είναι ένα σχέδιο στον τοίχο, τα γράμματα σου αραδιασμένα σε ένα κομμάτι χαρτί και το τρανταχτό γέλιο της ζωής να αντηχεί στα αυτιά μου κάθε που ζωντανεύει η φωνή σου μέσα στο μυαλό μου. Πάνε οι μέρες, πάνε και οι νύχτες που αυτός ο τόσο γνώριμος τόπος, έμοιαζε πρωτοειδωμένος όταν τον κοιτούσα μέσα από το δικό σου βλέμμα. Καμία φορά όταν το σκέφτομαι με την λογική μου, συμπεραίνω ότι θα μπορούσα να τις είχα εκμεταλλευτεί καλύτερα. Μα είναι γιατί είσαι μίλια μακριά πια και η φωνή σου δεν ακούγεται στους χώρους που νανουρίζουν την σιωπή μου. Είναι γιατί η απουσία σου επανέφερε την ανάγκη μέσα μου για ουτοπικές ισορροπίες και επιστροφή στα δύσβατα κάστρα της φαντασίας μου. Είναι γιατί τόσες σκέψεις και τόσες συζητήσεις έμειναν χωρίς επίλογο, γιατί μια ζωή ολόκληρη δεν πρόλαβε καν να αρχίσει. Μια ζωή, που αν και σε χλευάζει για τις λάθος αντιλήψεις που χρόνια τώρα έστηνες μπροστά σου για να μπορείς να παίρνεις φορά και να αντέχεις το παρόν σου, παρόλα αυτά σου υπενθυμίζει ότι το όνειρο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που όμως χρόνια τώρα αποφεύγεις συστηματικά.
    Σε λίγο καιρό είμαι σίγουρη πως δεν θα θυμάμαι πάλι τίποτα. τίποτα Από όσα είπες και όσα έκανες. Δεν θα θυμάμαι ούτε το όνομα σου, ούτε καν το πρόσωπο σου με τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και το διαπεραστικό τους βλέμμα. Θα θυμάμαι όμως πως άλλαξε μια για πάντα η αντίληψη μου. Άλλαξε μια για πάντα η σχέση μου με το τώρα και το αύριο, γιατί κάποτε, κάποιος κατάφερε να με φωνάξει με το όνομα μου, σαν να με ήξερε από χρόνια.

Ιούλιος 2001



αρχική σελίδα