Την ώρα που έφτιαχνα ένα κώνειο
από δάκρυα και σκόνη ονείρων,
γεννήθηκες από το ψυχορράγημα
της φαντασίας μου.
Τα χείλη σου μυρίζανε ξένα φιλιά,
το στήθος σου ψιθύριζε ξένα ονόματα.
Με παρακάλεσες να γίνω θύμα,
στον βωμό της εξιλέωσής σου.
Όμως τα χείλη σου μυρίζανε ξένα φιλιά
κι εδώ και χρόνια,
έχω σκοτώσει τον σωτήρα
που με σκότωνε.
Σε ζώναν τα φαντάσματα από παντού
φρικτά φαντάσματα,
που κάρφωσε στα χείλη τους η Μέδουσα
το όνομά σου.
Μ' εκλιπαρούσες
μα εγώ αρνήθηκα.
Τα δόντια τους,
το μαύρο σου αίμα δύστυχη,
η βαρκάδα για τα Τάρταρα!
Αναγεννήθηκα.
|
|